εύπειστος

εύπειστος
-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὔπειστος — easily persuaded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπειστότερον — εὔπειστος easily persuaded adverbial comp εὔπειστος easily persuaded masc acc comp sg εὔπειστος easily persuaded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπειστον — εὔπειστος easily persuaded masc/fem acc sg εὔπειστος easily persuaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπειστα — εὔπειστος easily persuaded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπειστοι — εὔπειστος easily persuaded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκολος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο μεγάλο: Εύκολη δουλειά. 2. ο εύπειστος, ο καλόβολος, ο μαλακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”